ὑπεκκαίω — ὑπό ἐκκαίω burn out aor subj pass 1st sg (doric) ὑπό ἐκκαίω burn out pres subj act 1st sg ὑπό ἐκκαίω burn out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέκκαυσις — αύσεως, ἡ, Μ [ὑπεκκαίω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεκκαίω … Dictionary of Greek
εκτύφω — ἐκτύφω (Α) 1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω* φλέγω 2. υποδαυλίζω, 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.) … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
υπέκκαυμα — αύματος, τὸ, Α [ὑπεκκαίω] 1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα 2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα 3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα … Dictionary of Greek
υπεκκαύστρια — ἡ, Α (για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ ις) + κατάλ. τρία (πρβλ. κτίσ τρια)] … Dictionary of Greek
υπεκτύφω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεκκαίω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκτύφω «καίω σε σιγανή φωτιά»] … Dictionary of Greek